- ξυλογλυφία
- ηξυλογλυπτική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Χρ. Τσούντα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλογλυφία — η βλ. ξυλογλυπτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)